Πήγα 10 μέρες διακοπές. Και βρήκα πάλι την Αστυλέγανδρο, το μικρό νησί των ονείρων μου, που το ανακαλύπτω κάθε καλοκαίρι σε άλλη θέση. Το βρήκα και φέτος, ευτυχώς.
Και ένιωσα μια μεγάλη επιθυμία να τα παρατήσω όλα και να εγκατασταθώ εκεί μόνιμα να βόσκω κατσίκες (ποιός, εγώ, που δεν έχω ιδέα από εξοχές και βουκολικές δραστηριότητες, που μεγάλωσα μέσα στα μπετά και την τηλεόραση και που μόλις δω κατσαρίδα μπορεί και να λιποθυμίσω ακαριαία). Πρώτη φορά μου βγήκε τόσο έντονα η επιθυμία να φύγω από την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Περίεργο. (Ίσως δεν ήταν αρκετές οι διακοπές).
Παλιότερα είχα άλλη νοοτροπία. Μου άρεσε να ζω στη μεγαλούπολη, την πρωτεύουσα. Το κέντρο των εξελίξεων. Μου άρεσε που ενημερωνόμουν, που έβλεπα παραστάσεις και ταινίες, που μάθαινα τις μόδες, τα πολιτικά, που έπεφτα στις διαδηλώσεις στο κέντρο. Που τάγκιαζε το καυσαέριο στον ουρανίσκο μου. Αθήνα, πρωτοπορία. Νέες ιδέες, όλοι οι μοντερνισμοί και οι εξελίξεις. Μαγαζιά, διαφορετικοί άνθρωποι, ποικιλία σε όλα. Συναυλίες. Εκθέσεις. Ψωνάρες, φλώροι, καλλιτεχνόβιοι, γιάπηδες, κουλ τύποι, κάθε καρυδιάς καρύδι. Και μοναξιά. Σκληρή πόλη, ηλιοβασίλεμα πάνω από τις ράγες του τραίνου στο Μοναστηράκι, και στο βάθος πολυκατοικίες γκρίζες και δάσος από κεραίες.
Αντιγράφω τα λόγια του μοναχικού, σκληρού ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου:
«... Μια φωνή μέσα μου μου έλεγε να μην ανακατευτώ, αλλά ποτέ μου δεν την άκουσα. Διαφορετικά θα είχα μείνει στην πόλη που γεννήθηκα, θα δούλευα σ ένα σιδεράδικο, θα παντρευόμουνα την κόρη του αφεντικού, θα είχα πέντε παιδιά, θα τους διάβαζα Μίκυ Μάους την Κυριακή το πρωϊ, θα τους έριχνα μια σφαλιάρα για κάθε τους παραστράτημα, θα καυγάδιζα με τη γυναίκα μου για το χαρτζιλίκι τους και για τα προγράμματα στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο που θα τους επιτρέπαμε να παρακολουθούνε. Μπορεί να είχα γίνει πλούσιος, πλούσιος για τα μέτρα της μικρής μας πόλης, μ’ ένα σπίτι με οκτώ δωμάτια, δύο αυτοκίνητα, κοτόπουλο κάθε Κυριακή, το Readers Digest στο τραπέζι του λίβιγκ ρούμ, μια γυναίκα με ατσάλινη περμανάντ κι εγώ με ένα μυαλό σα σάκο τσιμέντων Πόρτλαντ.
Παλιότερα είχα άλλη νοοτροπία. Μου άρεσε να ζω στη μεγαλούπολη, την πρωτεύουσα. Το κέντρο των εξελίξεων. Μου άρεσε που ενημερωνόμουν, που έβλεπα παραστάσεις και ταινίες, που μάθαινα τις μόδες, τα πολιτικά, που έπεφτα στις διαδηλώσεις στο κέντρο. Που τάγκιαζε το καυσαέριο στον ουρανίσκο μου. Αθήνα, πρωτοπορία. Νέες ιδέες, όλοι οι μοντερνισμοί και οι εξελίξεις. Μαγαζιά, διαφορετικοί άνθρωποι, ποικιλία σε όλα. Συναυλίες. Εκθέσεις. Ψωνάρες, φλώροι, καλλιτεχνόβιοι, γιάπηδες, κουλ τύποι, κάθε καρυδιάς καρύδι. Και μοναξιά. Σκληρή πόλη, ηλιοβασίλεμα πάνω από τις ράγες του τραίνου στο Μοναστηράκι, και στο βάθος πολυκατοικίες γκρίζες και δάσος από κεραίες.
Αντιγράφω τα λόγια του μοναχικού, σκληρού ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου:
«... Μια φωνή μέσα μου μου έλεγε να μην ανακατευτώ, αλλά ποτέ μου δεν την άκουσα. Διαφορετικά θα είχα μείνει στην πόλη που γεννήθηκα, θα δούλευα σ ένα σιδεράδικο, θα παντρευόμουνα την κόρη του αφεντικού, θα είχα πέντε παιδιά, θα τους διάβαζα Μίκυ Μάους την Κυριακή το πρωϊ, θα τους έριχνα μια σφαλιάρα για κάθε τους παραστράτημα, θα καυγάδιζα με τη γυναίκα μου για το χαρτζιλίκι τους και για τα προγράμματα στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο που θα τους επιτρέπαμε να παρακολουθούνε. Μπορεί να είχα γίνει πλούσιος, πλούσιος για τα μέτρα της μικρής μας πόλης, μ’ ένα σπίτι με οκτώ δωμάτια, δύο αυτοκίνητα, κοτόπουλο κάθε Κυριακή, το Readers Digest στο τραπέζι του λίβιγκ ρούμ, μια γυναίκα με ατσάλινη περμανάντ κι εγώ με ένα μυαλό σα σάκο τσιμέντων Πόρτλαντ.
Σας τα χαρίζω. Προτιμώ τη μεγάλη, πρόστυχη, διεφθαρμένη πόλη.»
(Από τον επίλογο του Ανδρέα Αποστολίδη στο βιβλίο του Ρέημοντ Τσάντλερ Αντίο, γλυκιά μου)